απάχης

απάχης
ο , απάχισσα η хулиган, -ка, бандит, -ка, апаш

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "απάχης" в других словарях:

  • ἀπαχής — without thickness masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απάχης — Ονομασία των κακοποιών του Παρισιού, στις αρχές του 20ού αι. Οι α. πήραν το όνομα αυτό από παραφθορά της ονομασίας της αμερικανικής φυλής των Απάτσι. H λέξη σήμαινε γενικότερα τον κακοποιό των μεγαλουπόλεων. Οι α. σύχναζαν κυρίως στις συνοικίες… …   Dictionary of Greek

  • απάχης — ο (λ. γαλλ.), θηλ. ισσα πληθ. αρσ. ηδες, αλήτης των μεγαλουπόλεων, κακοποιός: Παλιότερα υπήρχαν στην Αθήνα απάχηδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπαχῆ — ἀπαχής without thickness neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀπαχής without thickness masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀπαχής without thickness masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»